ἀληθοεπής

ἀληθοεπής
ἀληθοεπής
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αληθοεπής — ές (Α ἀληθοεπής) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + επὴς < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια] …   Dictionary of Greek

  • ἀληθοεπῆ — ἀληθοεπής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀληθοεπής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀληθοεπής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αληθοέπεια — η [αληθοεπής] η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • ՃՇՄԱՐՏԱԽՕՍ — (ի, աց.) NBH 2 0183 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. ἁληθοεπής veriloquus, verus. Որ խօսի զճշմարտութիւն. ճշմարտաբան. ուղղախօս. անսուտ. Տե՛ս եւ ՃՇՄԱՐԻՏ. *Քահանայ ճշմարտախօս եւ իրաւաբան. Ճ. ՟Բ.: *Լուաք ʼի ճշմարտախօս արանց: Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”